- κλητικός
- -ή, -ό (AM κλητικός, -ή, -όν) [κλητός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση2. επικλητικός3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητικήη πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτιαρχ.1. (για ύμνο) αυτός που περιέχει επίκληση προς θεούς2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλήση, σε επίκληση.επίρρ...κλητικώς καί -ά1. με κλήση, με πρόσκληση, με προσφώνηση2. σε κλητική πτώση.
Dictionary of Greek. 2013.